σῶμα

σῶμα
σῶμα
Grammatical information: n.
Meaning: `living or dead body' (Il.; in Hom. the meaning `corpse' is necessary or possible; cf. Herter Charites E. Langlotz gewidmet [Berlin 1957] 206ff. w. lit.), `person' (Att. etc.), `slave' (hell. a. late.; on development and spread of the meaning E. Kretschmer Glotta 18, 80 f.); metaph. `totality' (A., Pl., Arist. etc.), `text of a document' (pap.).
Compounds: Compp., e.g. σωματο-φύλαξ `bodyguard' (hell. a. late); univerbation σωμ-ασκ-ία f. `bodily exercise' (Pl., X. a.o.) from σῶμα ἀσκέω; to this as backformation σω-μασκ-έω `to do bodily exercise' (X., Plb. etc.); τρι-σώματος `three-bodied' (A., E.), late τρί-σωμος `id.' (An. Ox.); on the stemvariation s. Schwyzer 450.
Derivatives: 1. Dimin. σωμάτ-ιον n. (Pl. Com., Arist. etc.; mostly depreciatory). 2. -ίδιον n. `text of a document' (pap.). 3. -εῖον n. `corporate body, college' (Cod. Just.). 4. -ικός `bodily' (Arist. etc.), -ινος `id.' (gloss.), -ώδης `bodily' (Arist. a.o.). 5. -όομαι, -όω (ἐν-, ὑπο-) `to be embodied, to embody' (Arist., Thphr. a.o.) with -ωσις f. (Thphr. a.o.). 6. -ίζω (δια-, ἐν-) `to edit a text' with -ισμός m. (pap.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For `body' the IE languages have several expressions, of which only Lat. corpus a. cogn. (e.g. Skt. kr̥p-) has found a wide use and can claim a high date. A convincing connection for the Greek formation σῶ-μα has not been found. Formally resemble both σω-λήν and σω-ρός; if one connects the last, σῶμα must continue *tu̯ō-mn̥ with a basic meaning `compactness, swelling' (since Froehde BB 14, 108). Other proposals, all for diff. reasons doubtable or uncertain: from *σῶπ-μα to σήπομαι, σαπρός (Wackernagel KZ 30, 298f. = Kl. Schr. 1, 661 f.); to ἐπί-σσωτρον (Schwyzer 523; asking); from *[s]ti̯ō-mn̥ "what becomes stiff" to Skt. styā- `flow, get stiff' (Thieme KZ 78, 114 A. 4); to σίνομαι (abl. [i]-: sī-) as `object of σίνεσθαι' (Koller Glotta 37, 276 ff.; agreeing Harrison The Phoenix 14, 64). -- Cf. σωρός; also W.-Hofmann s. tōmentum.
Page in Frisk: 2,842-843

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σῶμα — body neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — το, ατος 1. υλική ύπαρξη: Τα στερεά σώματα έχουν τρεις διαστάσεις. 2. κορμί: Έχει ωραίο σώμα. 3. το κύριο μέρος κάποιου πράγματος. 4. σύνολο ατόμων: Έδωσε εξετάσεις για να μπει στο διπλωματικό σώμα. 5. στρατιωτική δύναμη: Του ανατέθηκε η διοίκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… …   Dictionary of Greek

  • μέλαν σώμα — Βλ. λ. μαύρο σώμα …   Dictionary of Greek

  • Εἰ σῶμα δουλον, ἀλλ’ ὁ νοῦς ἐλεύθερος. — См. Дух бодр, плоть же немощна …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ακτινωτό σώμα — Η πιο παχιά μοίρα του αγγειώδη χιτώνα του ματιού, που βρίσκεται ανάμεσα στον χοριοειδή χιτώνα πίσω και στην ίριδα μπροστά. Αποτελείται από τον ακτινωτό μυ στην έξω επιφάνεια, τον ακτινωτό κύκλο και τον ακτινωτό στέφανο. Το α.σ. βοηθά στην… …   Dictionary of Greek

  • μαύρο σώμα — (Φυσ.). Αντικείμενο, το οποίο είναι ικανό να απορροφά τελείως την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που δέχεται. Όλα τα αντικείμενα μαύρης απόχρωσης μπορούν να θεωρηθούν, κατά προσέγγιση, ως μ.σ., καθώς είναι σε θέση να απορροφήσουν μια περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association …   Wikipedia

  • ρευστό — Σώμα του οποίου το σχήμα μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα, εξαιτίας της μικρής συνοχής και της αμοιβαίας μετακίνησης των μορίων από τα οποία αποτελείται. Περισσότερο από τον όρο ρ. χρησιμοποιούμε συνήθως τον όρο «ρευστή κατάσταση» της ύλης, για να… …   Dictionary of Greek

  • Soma Hellinon Proskopon — Σώμα Ελληνων Προσκόπων (Soma Hellinon Proskopon) (ΣΕΠ) Zweck: Pfadfinderarbeit Vorsitz: Gründungsdatum: 1910 Mitglieder …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”